- έξτρα
- ο, η, τοάκλ. (λ. λατ.)1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα.2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.