έξτρα

έξτρα
ο, η, το
άκλ. (λ. λατ.)
1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα.
2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έξτρα — επίρρ. 1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα») 2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra ordinaire «εξαιρετικός» …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”